- χωρούντων
- χωρέωto be fond of dwelling inpres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)χωρέωto be fond of dwelling inpres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τλημοσύνη — ἡ, Α [τλήμων, ονος] 1. καρτερία, υπομονή («τλημοσύνῃ καὶ ἀρετῇ πρὸς τὰ δεινὰ χωρούντων», Πλούτ.) 2. ταλαιπωρία, δεινά («ἀνθρώπων τλημοσύνας», Ύμν. Απόλλ.) … Dictionary of Greek